|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κηρώδης? — — αποθνήσκω — εκθλνπτικός — πυελοστομία — ξετυλιγμένος — έκθεμα — ατρύγιστος — δέοντα — γλυκανεβαίνω — δόγα — ποδάρα — φιλιότσος — ασημαντότητα — γκελλάω — αφράτος — κομματικότητα — χλωριασμός — μετριοπαθώς — ερημία — γλυκόνεράντζι — πιτσιρίκα — δουλοσύνη |
|||