|
το денежный перевод; ~ εκ... — перевод на сумму... #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово денежный перевод? — έμβασμα как с (ново)греческого переводится слово έμβασμα? — денежный перевод — αμονοπώλητος — απεριοδικός — σμίλευση — νεκροψία — προβοδώ — οικολόγος — ζητουλεύω — ισοσκέλιση — ανακουνιούμαι — ενυδάτωση — ατρούπωτος — εξερεονητικός — αθλιότητης — διόπτευση — παρεκβαίνω — μαρκάσι — βοηθιέμαι — πηλίκο — μοιρόγραφτο — συμφοίτηση — νημάτιο |
|||