|
αόρ. от έρχομαι #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ήρθα? — — πλασάρω — ανταπάντηση — απόθαρρος — κιτρολέμονο — ελοχαρής — καρυόφυλλο — πνθυμάω — θυμοσοφία — βιβλιοδέτηση — εννεύρωση — ξέπεσμα — φουρκάς — καρποφόρος — ματαλέω — δυναμογεννήτρια — γραφειοκρατία — αντιπολίτευση — εκκαθαρίζω — αμέλημα — ξηστρεφτή — μπαλκονάκι |
|||