|
имеющий одинаковую ширину #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово имеющий одинаковую ширину? — ισοπλατής как с (ново)греческого переводится слово ισοπλατής? — имеющий одинаковую ширину — βορειοδυτικός — βουκίτσα — βόλαγμα — νοσοκομείο — ασταχυολόγητος — αλώσιμος — λάξ — κρυπτογραφία — τοκοχρεολύσιο — θησαύρισμα — δυτικά — εύμολπος — μονόπραχτος — πεισματάρης — αναπτύσσω — αυγουλίλα — εγχύμωση — χαρτοπολτός — ατροφώ — εξασθένωσις — κακοβάζω |
|||