|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δρύινος? — — φατρία — αλεσμένος — διακονόθρεμμα — ακαδημαϊκότης — απενοχοποιούμαι — ελαφίσιος — τουρκόσπερμα — χρεμετισμός — ονειδιστικός — νεκρώσιμο — αλτρουιστικός — μεγεθυντικό — κοίλο — ξεσκισμένη — υπερίτης — ινδολογία — εμπειρισμός — ίρις — παρασφίγγω — τεψί — κρεατωμένος |
|||