|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βουλκανιζατεράς? — — τάρταρινος — κανάγισσα — τσίκλα — ζωοταριχεία — ιαμβοποιός — υπαινικτικός — στηθωτός — ασσαλος — αψίδα — τρισύλλαβος — επτάωρο — γαλακτώδης — ξοδευτής — πλαγνοφυλακή — ψαροκόκαλο — Νοέμβριος — βάσκαμα — απόρθητος — ξεφτέρι — χαρτοβιομηχανία — υφαντουργικός |
|||