|
ο ананас #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ананас? — ανανάς как с (ново)греческого переводится слово ανανάς? — ананас — αρνησιστορία — τρισεγγόνη — μαυρολέλεκας — ανακατανομή — μαυραγορήτισσα — ανδραπόδιση — υπερώνυμο — λιθογλυφικός — επιορκία — Αγγλοσάξονας — ποτάζω — γιανελί — ταβερνιάρης — ξασκημίζω — επίσχεστρον — ανακατωμένος — ευπαθής — ατράνταγος — άτσουχτος — ερεθιστός — εμψυχώτρια |
|||