|
(-εως) η физ. осмоз #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово осмоз? — ενδώσμωσις как с (ново)греческого переводится слово ενδώσμωσις? — осмоз — καταχθονιότητα — κλάπα — εμάνην — πονηράδα — μηλομαχία — προσφέρομαι — χασισοπότης — εκμεταλλεύτρια — ατόφια — ιχθυοτροφία — ψυχοφυσικός — προπονητής — καμπυλόγραμμο — κατάρτιση — φαρί — ζωγράφος — γέμελλος — καύλα — αυτόβαπτος — ξεκάκιωμα — αφλογιστώ |
|||