|
ο крёстный отец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово крёстный отец? — νονός как с (ново)греческого переводится слово νονός? — крёстный отец — παράνομα — αεροκοπόνισμα — ανθρακοπώλης — παγκάρι — εργολάβος — ήμαρ — παίχτρα — νιονιό — άσχημα — βληματόμετρο — απαρέσκεια — διαδόσιμος — ηλιοτροπικός — λασπώδης — ατομικισμός — ανολκεύς — πρόσφωλο — λιθογόνος — αρχειοθετώ — φροκαλιά — πρωταρχικά |
|||