|
ο тот(__,__) кто варит кофе в кафетерии #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тот, кто варит кофе в кафетерии? — νταμπής как с (ново)греческого переводится слово νταμπής? — тот, кто варит кофе в кафетерии — οκτάτομος — φιλομήτωρ — ανθρωπινά — απορράφτω — μασκαρένιος — ανηλικότητα — μάργα — απολυτοσκούτι — ακρωτηριασμός — ανυποψίαστος — ανάπλωτος — δικαίωμα — ερωτηματολόγιο — αδέρφωμα — λιμιώνας — σκοτειδιάζω — εισποίηση — χρονογραφία — δερματουργός — φλογιστικός — κωφάλαλος |
|||