|
(αόρ. διεξέρρευσα) вытекать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вытекать? — διεκρέω как с (ново)греческого переводится слово διεκρέω? — вытекать — εμπρηστής — τσακμακόπετρα — εναντίωμα — ανθρακιά — αιτιολογώ — Πρωτομαιά — μεταρρυθμιστικά — κρεατόχρους — σκαριφισμός — αναλήθεια — κουραστάρι — μαιτρέσσα — διάσειση — πνευμονογράφος — ειρηνοδίκης — φιλεοσπλαγχνία — δέω — σπουδαιολόγημα — αποχώνω — προσδένω — ανακοινώνω |
|||