|
το 1) синяк; 2) посинение (лица, тела) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово синяк? — μελάνιασμα как на (ново)греческом будет слово посинение? — μελάνιασμα как с (ново)греческого переводится слово μελάνιασμα? — синяк, посинение — διαρρόφηση — λιθοθραύστης — λιχνεύω — αγαπητά — πρωτοβουλία — αυγότσουφλο — ατμοσειρήνα — σπινθηρογράφημα — δημαγωγώ — μονολεκτικά — αντίλαλος — προαποφασίζω — δημοτικότητα — σαλαγάω — αλληλοσχέση — κυριαρχικός — οικοδίαντος — ανακολουθία — ιππεύς — αυτοαποκαλούμαι — Αγαθόφυτο |
|||