|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κωλόπαιδο? — — γαριδούλα — επικυριαρχία — ομοίως — αγριόγατα — οφθαλμόλουτρο — μακροκεφαλία — υπέρμαχος — λαχαναγορά — αποψιλώνω — εγκάθετος — Άραβες — ροδοκόκκινος — πηδαλιουχούμενος — νήξη — βασκανιστής — εγκαυστος — βαθυσκαφής — λευκοβαφής — νεκροθάφτης — κατωφέρεια — έξτρα |
|||