|
узкогорлый; ~α ποτήρια — сужающиеся кверху рюмки; ~ον αγγείον — узкогорлый сосуд #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово узкогорлый? — στενόστομος как с (ново)греческого переводится слово στενόστομος? — узкогорлый — αποκρισιάριος — φτάρνισμα — εξάγωνο — απραγματοποίητον — γυμνόσκελος — καταμοτώνω — αντικατοπτρισμός — δρένιος — φορτέτσα — εύδιος — αναποδογυρίζω — μετρολογία — πλαδαρώς — παλαβάδα — εγνοιάζομαι — διαρρύθμιση — ερημιά — ξορίζω — Μογγόλος — μεταρρυθμιστικά — κόμπιασμα |
|||