|
обагрённый кровью #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обагрённый кровью? — αιματόβρεκτος как с (ново)греческого переводится слово αιματόβρεκτος? — обагрённый кровью — πολύ — αυλωτός — προοπτική — αφυλαξία — αράπικα — αφιλονίκητος — επτανησία — αστεροπληθής — ζελατίνη — τυπογραφία — τεμπελχανιό — αδιάβροχος — συσσιτολόγιο — αγαλματουργός — επτάστιχο — ανομία — μετανεωτερικός — ψηφοδόχος — δαμασκηνάτο — ετεροεθνής — διαφθορά |
|||