|
Порт #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово Λιμενικό? — — νερόπλυμα — πολυταξιδεμένος — αζούλιγος — λαμποκόπι — σχοινάς — στανιό — πατριάρχης — ποδηλατοδρομία — δέ — κλειδοκράτορας — περικοπή — σήκωση — μεζελίκι — οδοκαθαριστής — χάνι — επιβεβαιώνω — σέλινο — ροπαλάκι — οδοντίατρος — φατρία — βουνί |
|||