|
даром #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово даром? — τσάμπα как с (ново)греческого переводится слово τσάμπα? — даром — θεαματικότητα — ομογάλακτος — συντροφικός — κινητοποιημένος — συμμορφωμένος — σκατό — αρμπορίζω — πλεκτάνη — ελαχον — κόραξ — ιταμότητα — σουπίτσα — ξερόφυλλο — αβλέμονας — αμπάλωτος — ομολογητής — αργολόγος — παρηγοριά — φραμασόνος — εισέλκω — σκόρδο |
|||