Новогреческий словарь
ανίπταμαι
ανίπταμαι
(αόρ. ανέπτην)
взлетать, улетать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
взлетать
? —
ανίπταμαι
как на
(ново)греческом
будет слово
улетать
? —
ανίπταμαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανίπταμαι
? — взлетать, улетать
#
(ново)греческий словарь
—
αξελάφρωτος
—
μαντεύω
—
Μαρόκο
—
διχοτομία
—
εκβιαστικός
—
στολίδωσις
—
καταχρεώνομαι
—
σπερματοκύτταρο
—
κατακλείδι
—
ίασπις
—
θωράκιο
—
στιγματισμένος
—
έγκρυπτος
—
αβάφτιγος
—
αργοκερήθρα
—
ατμιστήρας
—
διαβητικός
—
νυμφίος
—
λαχανοσαλάτα
—
πίσω
—
άτεχνος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,