|
(αόρ. ανέπτην) взлетать, улетать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово взлетать? — ανίπταμαι как на (ново)греческом будет слово улетать? — ανίπταμαι как с (ново)греческого переводится слово ανίπταμαι? — взлетать, улетать — μσμουριασμένος — αναρμάτωτος — αναλαμβάνω — ατάραχτος — μακαρονάς — φορτηγατζής — νηματώδεις — ερυθροκίτρινος — βορεινός — θησαυρίζω — ταυτολογικός — γραφικά — χρηματολαγνεία — αβροφροσύνη — μπετονιέρα — φαγαρρώστεια — ξερολίθι — συρματόσχοινο — ισπανομάθεια — πρυμνήσια — μετριοφροσύνη |
|||