|
выравнивать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово выравнивать? — επιπεδώνω как с (ново)греческого переводится слово επιπεδώνω? — выравнивать — ατσάλινος — αγκιστρώνω — γιαλαντζή-ντολμάς — απαρχαιώνομαι — στομαχοσκοπία — αδεκαρία — βιβλιοκριτικός — οικουμενικότης — απλοποιούμαι — χειρονόμος — γαιούχος — θεσιθηρία — κριτικά — εμπροσθέλλα — μπουχός — προεόρτια — πεντάγραμμο — άκρατος — μορμηγκοφάγος — γράφα — λαϊκιστικά |
|||