|
уст. алый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово алый? — φοινικούς как с (ново)греческого переводится слово φοινικούς? — алый — γκέγκης — κτηνιατρείο — πετάω — λιμπιστός — ακήρυκτος — συγγραφή — βουτυρόπαιδο — χιλιόχρονος — στιλβαδάμας — θήρα — νιάτα — αφύλλωτος — διοχετεύω — στρήβω — ενάγω — απαράμιλλα — διαβοώ — κελλάρισσα — δωρολήπτης — προθεσμία — αφουγκριέμαι |
|||