Новогреческий словарь
κλισιάς
κλισιάς
(-άδος) η 1)
створка
(двери, окна);
2)
плотина
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
створка
? —
κλισιάς
как на
(ново)греческом
будет слово
плотина
? —
κλισιάς
как с
(ново)греческого
переводится слово
κλισιάς
? — створка, плотина
#
(ново)греческий словарь
—
κανίσκι
—
αεροφαγία
—
μηνάω
—
πρωρατικός
—
φοβερός
—
φτωχοποιούμαι
—
ανορθωμένος
—
ημισκιά
—
διέγνωσα
—
τινάσσομαι
—
αβγαταίνω
—
πετρελαϊκός
—
ξανανιωμένος
—
αιτιολογία
—
εσώφυλλο
—
γραφίστρια
—
εμψυχωτικός
—
χρυσούφαντος
—
ενδεκασύλλαβος
—
καμαρωτός
—
σεκλετίζομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,