|
обматывать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обматывать? — περιελίσσω как с (ново)греческого переводится слово περιελίσσω? — обматывать — λάθυρος — δούλεμα — καταπάτηση — κρώζω — μανίκωμα — πίσον — πολύχρωμος — ομοιοπλασία — αθλιότητα — χαλαρός — αφυδάτωση — αγρονθοκόπητος — καπνό — εκβληστάνω — στρατεύσιμος — ύμνος — αιχμική — σακχαροδόχείο — στολαρχία — κωμόπολη — τσινάω |
|||