|
αόρ. от γίνομαι #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово έγινα? — — αμυκτήριστος — ανθρακοποιός — αμάχητο — εκπεπτωκώς — εκθάπτω — στεφανωμένος — γητεύτρα — αυτοκίνηση — λογχόφυλλος — εκβαίνω — γλυκομιλώ — σφυριξιά — λήμμα — λάκτισμα — διαπιδυτικός — τρυπιοχέρης — ταφόπετρα — ξυλοκοπάνισμα — πaτριντί — παν- — επιτοχής |
|||