|
ο 1) лом; 2) рычаг; вага #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лом? — λοστός как на (ново)греческом будет слово рычаг? — λοστός как на (ново)греческом будет слово вага? — λοστός как с (ново)греческого переводится слово λοστός? — лом, рычаг, вага — αλείπτης — συκαμινέα — τριχούλα — αποστασιοποίηση — ατζέμ-πιλάφι — γαλήνεμα — μεταφορά — κρυπτοκουκουές — δοκησίσοφος — φουντούκος — γηράσκω — ανοιχτήρι — μηνορραγία — ραδιοφάρος — διερεθισμός — υπερωκεάνιο — προβατάκι — απραγμονω — οπτασιασμός — αχρειόγλωσσος — αχνοβολή |
|||