Новогреческий словарь
αυταρχικότης
αυταρχικότης
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αυταρχικότης
? —
#
(ново)греческий словарь
—
εξορκισμένος
—
επαμφοτερίζω
—
ζωντάνια
—
τηλεγραφώ
—
αισθηματικώς
—
ανυπομονώ
—
ημιπληγία
—
ακράτητα
—
αποδεικτός
—
μεταπολιτευτικός
—
ντοκουμεντάρισμα
—
σπερματικός
—
ολοπράσινος
—
λεξικό
—
στραβολαιμιάζω
—
οινοπώλισσα
—
προπηλακίζω
—
λοχεία
—
μουνόχειλα
—
πραιτωρικός
—
αντιδυναστικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве