Новогреческий словарь
αυτουργός
αυτουργός
ο юр. :
φυσικός (или άμεσος) ~ — исполнитель преступления
;
ηθικός (или έμμεσος) ~ — подстрекатель преступления
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αυτουργός
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ταπεινοσύνη
—
ευκατέργαστος
—
φαροφύλακας
—
ψωραλέος
—
συνεταιρικός
—
σβένω
—
μελισσοκόμος
—
διάστρα
—
αυτογενής
—
γαλαδερφός
—
παραχωρητήριο
—
ψευτογιατρός
—
ασυγχώνευτος
—
διάλυμα
—
αεριόμορφος
—
ανακτοβούλιο
—
προθέρμανση
—
αποσαρώνω
—
αναποδογυρισιά
—
μυστικό
—
υπερηκοΐα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве