|
η фортификация (наука) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фортификация? — οχυρωτική как с (ново)греческого переводится слово οχυρωτική? — фортификация — ογδόη — χασίς — τσαπί — ζηλεύω — δασμολόγος — ξυλού — ούρημα — ξηροφαγία — παραπέτασμα — προσδίδω — προσαυξητικός — καμηλαύκιο — κοπανιά — βαθμονομία — αμουσία — γλυκομεσήμερο — πλουμίδι — κτιστός — σοϊλήτικος — χλιαίνω — φαραωνικός |
|||