|
нежно, ласково #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нежно? — χαϊδευτικά как на (ново)греческом будет слово ласково? — χαϊδευτικά как с (ново)греческого переводится слово χαϊδευτικά? — нежно, ласково — δάκτυλος — ουρανόπλαστος — τιμαριούχος — κηλίδωση — ρομποτική — αγλίτωτος — ακαθίδρυτος — αντισπαθισμός — σπαρτιατικός — παραχρημα — γαλατσίδα — αντιρραχιτικός — πολεοδόμηση — ψυχονευρικός — ανατοποθετώ — εκνιτρωτικός — ευνουχίζω — ξέσκασμα — μουσαφίρης — προέλαση — ηγουμενεία |
|||