|
ο, η биол. цитолог #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово цитолог? — κυτταρολόγος как с (ново)греческого переводится слово κυτταρολόγος? — цитолог — αμόρφωτος — αναπηνισμός — εξαμβλώνω — μαστουρεμένος — φίλαλλος — μακαρονάς — κακιούλα — φυσικός — βασιβουζούκος — ψηλάφηση — τικτόμενος — μοιχαλίδα — καταφρόνηση — φτερωτή — επικρεμάμενος — μαντρώνω — κακούργος — αναξιοπρεπής — σαμιακός — γκαρσόνα — επιζωοτικός |
|||