|
уст. фисташковый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фисташковый? — πιστακόχρους как с (ново)греческого переводится слово πιστακόχρους? — фисташковый — κρεμαστάρι — αλάβαστρο — εκατοντάχρονα — νερουλιάρης — πολιτικός — άχρους — κατακλιστής — αδέκαρος — σκούφος — στραγγαλιστικός — γεύω — τερατούργημα — φτασμένος — αντιλαλώ — χεσιάρης — μολόχα — διείρω — δυσκατάποτος — κονδυλοφόρος — τεχνολόγος — αλλιώτικος |
|||