|
το садовый нож (для прививок) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово садовый нож? — εμβολιαστήρι как с (ново)греческого переводится слово εμβολιαστήρι? — садовый нож — βολή — σύνοφρυς — αιτιώδης — πυκνογραμμένος — ελαΐνης — αδιάτρητος — νεκροφιλία — παπαδομάνι — ταραντέλλα — πνευμοκονίαση — απαθής — αποφατικά — χθόνιος — αυτοδιαφημίζομαι — δίχτυ — ανεμοτρεφής — ξίδι — αιγόκλημα — ενδοφλεβίως — κτηματογραφώ — επαγγελματισμός |
|||