|
ο небольшой порт #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово небольшой порт? — λιμένισκος как с (ново)греческого переводится слово λιμένισκος? — небольшой порт — μικροφυής — δασκαλεύω — μετατρεψιμότητα — άγγελίνα — ανδραπόδιση — αλαμπής — ζαμπουνιάρης — τιθασσευτικός — ομιλητικότητα — υπεξαίρεση — παιχνιδόκοσμος — ξανακουράζομαι — ημιτελικός — άκομπανιαρισμα — εμψυχώτρια — βραχέως — ομορφονιά — αποκαρδιωμένος — χιουμοριστής — απιστία — μονοχρώματος |
|||