|
перевязочный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово перевязочный? — επιδετικός как с (ново)греческого переводится слово επιδετικός? — перевязочный — ονηγός — διαυλακώνω — λησμοσύνη — ωκεανογραφία — αύρα — αναγομώνομαι — λαγωχειλία — ζημιώνω — μαγιόλικα — επαργυρωμένος — πολυμόρφως — σκλαβιά — κουτσομπολιά — άλα — καστέλλι — βλογιοκομμένος — κορτάρισμα — περιουσιακός — στυτικός — ολισθητήρας — λάθρα |
|||