|
кроваво-красный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кроваво-красный? — αιματόχρους как с (ново)греческого переводится слово αιματόχρους? — кроваво-красный — αχυλία — αντίγραφον — εγκλείστως — βρυσούλα — μεταλλογνωσία — κωπηλατώ — απαιδος — πτέρινος — παραμόρφωση — κνησμώδης — ἀναλωθείς — μοσκίται — απειλή — αντέτι — σιφώνιο — παλινδρόμηση — ομφαλίτις — επιπροσθέτω — ορκοδοτικός — μεταλλωρύχος — κοιλόπονος |
|||