|
вишнёвый (о цвете) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вишнёвый? — βύσσινίος как с (ново)греческого переводится слово βύσσινίος? — вишнёвый — αδρωμα — επιφαρμοκοπονός — εξάδερφος — επιδιαιτησία — αξεφλούδιαστος — κρεατερός — κοζάκικος — ψευδολογώ — έγκουση — διαμαγνητικός — ξυλιάζω — αιρεσιάρχης — ιδιαίτερος — βαρηκοΐα — φιλοκίνδυνος — εμίχθην — φιλοπονία — ενώπιος — συρμός — ανάσκελος — απαυτός |
|||