|
το пустяк, мелочь; γιά ~τα — из-за пустяков #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пустяк? — ψιλοπράγμα как на (ново)греческом будет слово мелочь? — ψιλοπράγμα как с (ново)греческого переводится слово ψιλοπράγμα? — пустяк, мелочь — ανάκρουσμα — γεάνθρακας — λαστιχένιος — ενατενίζω — έμπα — αχάρακτος — αρδευτήρι — πονεντομαΐστρος — γυμνάστρια — πατρωνυμικός — ουρανύς — στερεύω — αμετάνιωτος — μεσοοράνισμα — βρεχάμενα — αδιόριστος — παιδιαρίζω — ζαχαροκάλαμο — καταστίζω — άλασπος — κρυμοπαγώ |
|||