|
низкого роста #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово низкого роста? — κοντόσωμος как с (ново)греческого переводится слово κοντόσωμος? — низкого роста — αλαφυραγώγητος — διαρπάζω — ψιλόφλουδος — θυμητικό — σιδερίτης — εντύλιγμα — ζήν — μουχτερό — καυτός — εκθετήριο — τιτλοφόρος — σπλαχνικός — προνευστασμός — αναφορικός — επαίσχυντα — φλόγιστρο — στατικός — αγευσία — διμήνι — πριάπειος — ρεμπελεύω |
|||