|
το 1) цитрон (плод); 2) грейпфрут #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово цитрон? — κίτριον как на (ново)греческом будет слово грейпфрут? — κίτριον как с (ново)греческого переводится слово κίτριον? — цитрон, грейпфрут — παραχώρηση — τσικλητάρα — λογύδριο — διαλλάττω — μύχιος — καλόγνωμος — αιχμαλωσία — σπειρωτός — καμωμένος — ψυχασθένεια — κατακρύπτω — γεροντόσπορος — καριολόπουστας — ερωτομανία — ποδοπάνο — ασυναφής — δειγματολήπτης — νεφρικός — ακανθώδης — τομεάρχης — εξερεύνηση |
|||