|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λιμενιάζω? — — διακριτικό — πινέλλο — γυαλοκοπάω — κορνιζώνω — εκπηγάζω — επισπώμαι — άθυρμα — ανθρωποκυνηγητό — ιεροσπουδαστής — βουλησιαρχία — υδροσόβη — απομανθάνω — κατσαμάκας — μαγγανεύτρια — γυναικοκρατία — μακαρόνι — απειλούμαι — τιθασσεύω — υπομνηματίζω — καρκινολογία — σκώψ |
|||