|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово παρηκμασμένος? — — απαράγραπτο — καρπερός — σύγκριση — ετούτος — διακράτηση — ερυγμός — κυκλοφορία — επιδρομή — λαγουδεύω — μαγουλάδα — ουρητικός — δεντροστολίζω — ψυχρόαιμος — κλεψιτυπία — συμφόρεση — περίσφιγξη — γαστρεντερίτιδα — μερεμέτιασμα — βιβλιεκδοτικός — άστεγος — ασφαλτόστρωση |
|||