|
(-εβός) η вена #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вена? — φλέψ как с (ново)греческого переводится слово φλέψ? — вена — ποδένω — φασματόμετρο — αγγελοκρίτης — ανεμοφόρητος — έμνοστος — ποδάρι — κλωστοϋφαντουργός — επίκοινος — στοίβας — αχρηστεύω — ενδότατα — ενδότατος — ορεκτικότητα — τινάζω — ναστόδερμα — εντερορραφία — τζαμπούνα — εκχιονιστικός — πολλαπλούς — σέρνω — τύπος |
|||