Новогреческий словарь
χειροπόδαρα
χειροπόδαρα
επίρρ. :
πιάστηκε χειροπόδαρα — [phrase] его схватили за руки и за ноги;[/phrase]
δένω ~ — а) связывать руки и ноги; б) связывать по рукам и ногам
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
χειροπόδαρα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
κόσσυβος
—
χωρισμός
—
πρωταρχινώ
—
βεβηλώνώ
—
ασυντήρητος
—
μούστος
—
αλόξευτος
—
αυτοπεριφρονούμαι
—
άβυθος
—
υπερεπαινώ
—
σπεσιαλιτέ
—
ψαύω
—
επιμονή
—
όνομα
—
ναυσιβλάβεια
—
γραμματάρα
—
ταράτσα
—
συνοψίζω
—
αντίπους
—
μαλόκεδρο
—
λιόκλαρο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве