Новогреческий словарь
αναζήτηση
αναζήτηση
η
поиски; изыскание; розыск
;
εις ~ιν — в поисках (чего-л.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
поиски
? —
αναζήτηση
как на
(ново)греческом
будет слово
изыскание
? —
αναζήτηση
как на
(ново)греческом
будет слово
розыск
? —
αναζήτηση
как с
(ново)греческого
переводится слово
αναζήτηση
? — поиски, изыскание, розыск
#
(ново)греческий словарь
—
μανιώνω
—
λωποδύταρος
—
ενυδάτωση
—
στιβαρότητα
—
ευεπίδεκτος
—
διεγέρτρια
—
άγανο
—
γλουτιαίος
—
επισταθμεία
—
χειραγωγία
—
Πυθία
—
βιαστής
—
μεγαλόστομος
—
ταράττομαι
—
αποδιοργάνωση
—
ποιώ
—
σύσκιος
—
γαϊδουρόμουτρο
—
γεύομαι
—
αυτανάπτυξη
—
τεμαχισμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,