Новогреческий словарь
ελαφροσέρνω
ελαφροσέρνω
(αόρ. ελαφρόσυρα) легко,
без усилий тянуть
(что-л.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
без усилий тянуть
? —
ελαφροσέρνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
ελαφροσέρνω
? — без усилий тянуть
#
(ново)греческий словарь
—
φιλόθερμος
—
προσωκρατικός
—
ιμπεριαλιστής
—
μικροκεφαλία
—
απρομελετησία
—
εννοώ
—
ενατενίζω
—
προμήνυμα
—
καλεστής
—
καρυδόφυλλο
—
φτερνίτης
—
εξανθρακώνω
—
μονόχρους
—
αστέρας
—
κουλτουριάρα
—
μάντισσα
—
Α
—
ροχαλίζω
—
λάφρος
—
κοκκινίλα
—
ξεβιδωμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,