|
(αόρ. ελαφρόσυρα) легко, без усилий тянуть (что-л.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово без усилий тянуть? — ελαφροσέρνω как с (ново)греческого переводится слово ελαφροσέρνω? — без усилий тянуть — αδίδαχτος — βραχονήσι — αποκάτωθε — εποχικότητα — σιφωνίζω — διαπυούμαι — εβραϊσμός — χαλκοπώλης — ευθύτητα — ακονητής — ανθοκράμβη — χυμικός — νυχτοκάντηλο — πορδή — κανναβίς — κυρώνω — ταυρί — νεότευκτος — μελισταγής — χαρτόδεμα — γιδάρης |
|||