|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αποβαρβαρωμένος? — — μικροεπιχειρηματίας — συμβουλευτικός — αματόλη — χιούτη — τροχιστήρι — φθάνω — φοίνικας — κατάληψη — βαλής — τελειότητα — φραγκεύω — αφοριστικός — αντεμετικός — αλσύλιο — κυπαρισσέλαιο — γίδινος — θυμιατίζω — κακοανατεθραμμένος — ομόθερμος — τιμοκρατικός — εκρίθη |
|||