|
отцеплять; расцеплять #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отцеплять? — ξεγαντζώνω как на (ново)греческом будет слово расцеплять? — ξεγαντζώνω как с (ново)греческого переводится слово ξεγαντζώνω? — отцеплять, расцеплять — καθοριστικός — τσακάω — ραχατλού — τρίχωση — αδιασπάθητος — επίστρατος — αποκατασταίνω — πανώριος — μικροπαντρεύομαι — νεφρολιθοτομία — ταχυπαλμία — ανεπίκριτος — Ουτοπία — αναγούλα — γύψ — τετραπλάσιος — δροσοπάχνη — ιματιοφυλάκιο — τερματισμός — αμπάς — μπεκιάρης |
|||