|
герцогский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово герцогский? — δουκικός как с (ново)греческого переводится слово δουκικός? — герцогский — άλλοτες — απίστευτος — πιόνι — μουγκρός — εκπνευση — νοιώθω — ξεχωνιάζω — παννί — εκκηρύττω — μπουκάρισμα — σφυροβόλος — γυμνιστής — παστερισμός — βακχικός — πουνέντες — χαβάς — κεντριστής — συγκέρασμα — αεριοστρόβιλος — γάλα — γεράματα |
|||