|
ο ликвидатор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ликвидатор? — λικβινταριστής как с (ново)греческого переводится слово λικβινταριστής? — ликвидатор — σκωληκίασις — ζευγάρωμα — αποδόμηση — γοργοκινησιά — αεριοποιούμαι — μύρισμα — βουτυροκομία — ζαχαρώνω — επιγραμματικός — βελονίδα — αγριοβαλανίδι — επιμεταλλώνω — κελλάριος — φλέτουρας — χάφτω — γόνα — διέρρηξα — πτερνοκόπημα — εκβυθίζομαι — προμελετημένος — λατίνι |
|||