|
однодневный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово однодневный? — ημεραίος как с (ново)греческого переводится слово ημεραίος? — однодневный — τεσσαρακοστός — εξυγιάζω — συνώνυμος — δήμεψη — συρματένιος — αντιλαϊκός — ιδιόχρους — κορυφάς — μακρύτερα — θρομβοκύτταρο — αστριφτος — ψηλόπρυμος — ενδοθι — καταβαλλόμενος — ανανδρία — ανταγωνίζομαι — εκδίπλωση — πλούτη — διάθρεψη — κλειστός — πρότακτος |
|||