|
1. отрёкшийся от Христа; 2. (о) антихрист #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отрёкшийся от Христа? — αρνησίχριστος как на (ново)греческом будет слово антихрист? — αρνησίχριστος как с (ново)греческого переводится слово αρνησίχριστος? — отрёкшийся от Христа, антихрист — απογοήτευση — ισοπέδωμα — ζαρτιέρα — τελεία — στολιδούμαι — αποχτυπώ — αδιαπτώτως — υπογραμμίζω — λικεράκι — ευφυής — αναθερμαίνω — κολοβώνω — πολυμορφικός — μορφινομανία — ψησταριά — συγκερνάω — αντιδογματικός — κατάκλιση — βαυκάλημα — ζιζανιοκτόνος — διαλεκτολογία |
|||